- παραεκκλησιαστικός
- -ή, -όο σχετικός με οτιδήποτε δρα έξω από τους κόλπους τής Εκκλησίας («παραεκκλησιαστικές οργανώσεις» — οργανώσεις που δρουν έξω από τους κόλπους τής επίσημης Εκκλησίας αλλά συνήθως με την ανοχή τής Εκκλησίας στην οποία συχνά επεμβαίνουν).
Dictionary of Greek. 2013.